Ο Χρήστος Παλάσκας (Γότιστα Ιωαννίνων, 1788 - Δρακοσπηλιά Παρνασσού, 25 Μαΐου 1822) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και οπλαρχηγός της ελληνικής επανάστασης του 1821. Σκοτώθηκε στις 25 Μαΐου του 1822 από άνδρες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, στο πλαίσιο εμφύλιας έριδας.
Κατά τα τέλη Ιουλίου του 1821, ο Παλάσκας πραγματοποίησε συνεννοήσεις με απεσταλμένο του Ανδρούτσου με σκοπό την επανάκτηση της πόλης από τους Έλληνες. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της επίθεσης χρησίμευσε ως οδηγός των ελληνικών στρατευμάτων ενώ συνέβαλε στην παράδοση των υπερασπιστών της θέσης Ώρα. Μετά τα γεγονότα της Λιβαδειάς, ο Παλάσκας στις 2 Αυγούστου πέρασε επίσημα μαζί με σαράντα άνδρες του στις τάξεις των επαναστατών και κινήθηκε προς το Γαλαξείδι. Εκεί είχε συνομιλίες με τους Μαυροκορδάτο και Καντακουζηνό, στους οποίους διεμήνυσε πως είχε σκοπό να κινηθεί αρχικά προς την Ήπειρο ώστε να απελευθερώσει την αιχμάλωτη οικογένειά του. Μάλιστα, για αυτό το λόγο είχε αρνηθεί λίγες μέρες νωρίτερα γενναιόδωρη πρόταση του Ανδρούτσου για κοινή δράση στην Ανατολική Ρούμελη, τελικά όμως εκείνοι τον έπεισαν να παραμείνει στα επαναστατημένα εδάφη.
Η οριστική προσχώρηση του Παλάσκα στο στρατόπεδο των επαναστατημένων Ελλήνων θεωρήθηκε σημαντική απώλεια για τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ καθώς ήταν άτομο που ασκούσε σημαντική επιρροή πάνω σε διάφορους οπλαρχηγούς και προκρίτους της ανατολικής Στερεάς και ως εκ τούτου θα μπορούσε χρησιμοποιηθεί από τους Οθωμανούς ως διαμεσολαβητής σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις που θα είχαν αντικείμενο την υποταγή των επαναστατημένων περιοχών.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Παλάσκας ενώθηκε με την οικογένειά του που απελευθερώθηκε. Κατά τον Μάρτιο του 1822, αφού του είχε ενδιάμεσα απονεμηθεί από την κυβέρνηση ο βαθμός του χιλίαρχου, μετέβη από το Βραχώρι στην Κόρινθο όπου έδρευε η κυβέρνηση της επαναστατημένης Ελλάδας.